- συγκέντρωση
- Στη χημεία σ. λέγεται η αναλογία μιας ουσίας που υπάρχει σ’ ένα μείγμα στερεό, υγρό ή αέριο. Η σ. μπορεί να εκφραστεί κατά διάφορους τρόπους, γενικά όμως ορίζεται με την ποσότητα της ουσίας που περιέχεται στη μονάδα του όγκου. Στα υγρά μείγματα (διαλύματα), η διαλυμένη ουσία λέγεται «διαλυτό» και εκείνη στην οποία διαλύεται, «διαλύτης». Στις χημικές αντιδράσεις, συνθέσεις και διασπάσεις, οι σ. των ουσιών που αντιδρούν και των προϊόντων της αντίδρασης, συνδέονται με το «νόμο δράσης της μάζας» σύμφωνα με τον οποίο, ο λόγος μεταξύ του γινομένου των συγκεντρώσεων στις αρχικές ουσίες και του γινομένου των συγκεντρώσεων στα τελικά προϊόντα της αντίδρασης, είναι σταθερός σε σταθερή θερμοκρασία. Ο νόμος της αραίωσης του Όστβαλντ, είναι μια ειδική περίπτωση του γενικού αυτού νόμου και ρυθμίζει την ηλεκτρολυτική διάσταση στην περίπτωση που έχουμε αρκετά αραιά διαλύματα (ασθενείς ηλεκτρολύτες ή μέσης ισχύος). Η σ. δηλαδή η πυκνότητα των διαλυμάτων, σε μια ορισμένη θερμοκρασία, έχει ένα ανώτατο όριο κορεσμού, πέρα από το οποίο η αύξησή της θα προκαλούσε την εναπόθεση της διαλυόμενης ουσίας.
Στη βιομηχανική τεχνική, αλλά και στο εργαστήριο, οι όροι σ. (ή συμπύκνωση) και αραίωση αναφέρονται στις προσπάθειες να αυξηθεί ή να ελαττωθεί το ποσοστό μιας ουσίας σ’ ένα μείγμα που την περιέχει. Στα υγρά μείγματα αυτό γίνεται δυνατό με εξάτμιση του διαλύτη ή πύκνωση ή κρυστάλλωση. Στα στερεά, όπως κατά την εξαγωγή των ορυκτών, πραγματοποιείται με μηχανικές ή φυσικές μεθόδους, ενώ στα αέρια, με απορρόφηση ενός από τα συστατικά ή με διάχυση.
* * *η / συγκέντρωση, -ώσεως, ΝΑνεοελλ.1. συνάθροιση πολλών ανθρώπων ή πραγμάτων σε ένα μέρος, σύναξη (α. «την Πέμπτη θα γίνει συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τα νέα μέτρα» β. «μόλις γίνει η συγκέντρωση τών στοιχείων, θα παραπεμφθεί σε δίκη»)2. συσσώρευση, σώριασμα3. ολοκληρωτική προσήλωση σε κάτι, αποκλειστική ενασχόληση με κάτι («απαιτείται συγκέντρωση για να λυθεί αυτό το πρόβλημα»)4. (κοινων.) διαδικασία που παρατηρείται στα αστικά κέντρα και κυρίως στις μεγαλουπόλεις και κατά την οποία ομοειδείς λειτουργίες και υπηρεσίες τείνουν να συγκεντρώνονται στον ίδιο χώρο, όπως είναι το εμπορικό κέντρο, το διοικητικό κέντρο κ.ά5. χημ. η ποσότητα ενός σώματος ή η ποσότητα συστατικού ενός διαλύματος που συνδέεται με ορισμένη ποσότητα τού διαλύματος ή τού διαλύτη, η περιεκτικότητα ενός διαλύματος σε μια ουσία6. (οικον.) η τάση προς αύξηση τού μέσου μεγέθους τών επιχειρήσεων, που εκδηλώνεται με τη χρησιμοποίηση μεγαλύτερης ποσότητας κεφαλαίων και ανθρώπινου δυναμικού για την παραγωγή μεγαλύτερης ποσότητας προϊόντων7. φρ. α) «ελευθερία συγκεντρώσεων»(συνταγμ. δίκ.) θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα τών πολιτών κάθε κράτους δικαίου, κατά το οποίο οι πολίτες μπορούν να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλαβ) «κάθετη συγκέντρωση»(οικον.) τάση τών επιχειρήσεων να επεκτείνουν το πεδίο δραστηριότητάς τους στα διάφορα στάδια παραγωγής και πώλησης ενός και τού ίδιου προϊόντοςγ) «οριζόντια συγκέντρωση»(οικον.) τάση τών επιχειρήσεων να επεκτείνουν το πεδίο δράσεως τους σε ένα και το ίδιο στάδιο τής παραγωγήςδ) «συγκέντρωση κεφαλαίου»(οικον.) ι) διεργασία κατά την οποία η ίδια τράπεζα αποκτά τον έλεγχο διαφόρων εταιρειών ή μια ιθύνουσα εταιρεία τον έλεγχο πολλών θυγατρικών εταιρειώνii) (κατά τη μαρξιστ. θεωρία) η αύξηση τών διαστάσεων τού κεφαλαίου ως αποτέλεσμα συσσώρευσης τής παραγόμενης υπεραξίαςε) «συγκέντρωση παραγωγής»(οικον.) διεργασία κατά την οποία οι διαστάσεις τών επιχειρήσεων αυξάνονται, ενώ ο αριθμός τους μειώνεται συνεχώςαρχ.(ως αστρονομικός όρος) τοποθέτηση τών κέντρων διαφόρων σωμάτων ώστε να συμπίπτουν, ιδίως σύμπτωση τών κέντρων τού ηλίου και δοθέντος αστέρα, δηλ. όταν το κέντρο τού Ηλίου βρίσκεται στο σημείο εκείνο τής εκλειπτικής, το οποίο ανατέλλει, δύει ή μεσουρανεί, σε σύμπτωση με την ανατολή, τη δύση ή το μεσουράνημα ενός αστέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κέντρον, μέσω ενός αμάρτυρου στην Αρχαία ρ. *συγκεντρῶ].
Dictionary of Greek. 2013.